- άσαρο
- (asarum). Γένος πολυετών, ποωδών φυτών της οικογένειας των αριστολοχιδών, ιθαγενών των εύκρατων χωρών του βορείου ημισφαιρίου. Τα φύλλα του ά. βγαίνουν ζευγαρωτά από έναν κύριο άξονα, έχουν μεγάλο μίσχο και το σχήμα τους είναι καρδιοειδές ή νεφροειδές. Μεταξύ των φύλλων βρίσκεται ένα άνθος με σκούρο κόκκινο ή καστανό χρώμα. Ο καρπός του είναι σφαιρική κάψα. Ευδοκιμεί σε γόνιμα, σκιερά, δασώδη εδάφη. Από τα 13 είδη του γένους ενδιαφέρον παρουσιάζει το ά. τοευρωπαϊκό, που απαντάται ως αυτοφυές και στην Ελλάδα, στα δάση της Πελοποννήσου και της Μακεδονίας. Όλα τα μέρη του φυτού αυτού και ιδιαίτερα η ρίζα του περιέχουν ένα αιθέριο έλαιο χρήσιμο στη φαρμακευτική, την ασαρόλη, που έχει δυσάρεστη οσμή και καυστικές ιδιότητες όπως το πιπέρι. Άλλα είδη είναι το ά. τοβιργινικό, με κόκκινα άνθη, και το ά. το αρίφυλλο, με καστανά άνθη.
Dictionary of Greek. 2013.